- σύντριψ
- -ιβος, ὁ, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που επιφέρει συντριβή2. ως κύριο όν. Σύντριψκακός δαίμονας που έσπαζε τις χύτρες και τα άλλα μαγειρικά σκεύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντρίβ- τού συντρίβω + κατάλ. -ς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.